- μπίλ(λ)ια
- η1) шар, шарик; 2) бильярдный шар
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Γκέιτς, Μπιλ — (William «Bill» Gates,Σιάτλ 1955 –). Αμερικανός ερευνητής τεχνολογίας και επιχειρηματίας. Ο Γ. υπήρξε συνιδρυτής, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Microsoft, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής λογισμικού υπολογιστών. Σε… … Dictionary of Greek
Κλίντον, Μπιλ — (William Jefferson Klinton, Χόουπ, Αρκάνσας 1946 –). Αμερικανός πολιτικός, πρόεδρος των ΗΠΑ (1992 2000). Σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια Τζόρτζταουν, Όξφορντ και Γέιλ, ενώ δίδαξε νομικά ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Αρκάνσας (1974 76).… … Dictionary of Greek
Κόσμπι, Μπιλ — (Bill Cosby, Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ 1937 –). Αφροαμερικανός ηθοποιός και συγγραφέας. Άρχισε να ασχολείται με την υποκριτική στη δεκαετία του 1960, σε μια δύσκολη περίοδο για τους Αφροαμερικανούς ηθοποιούς. Ξεκίνησε από μικρούς χώρους στο καλλιτεχνικό… … Dictionary of Greek
Μπάφαλο Μπιλ — (Buffalo Bill, κομητεία Σκοτ, Αϊόβα 1846 – Ντένβερ, Κολοράντο 1917). Παρωνύμιο του Αμερικανού ήρωας του εμφύλιου πολέμου και θιασάρχη Γουίλιαμ Φρέντερικ Κόντι (William Frederick Cody). Το 1860 ο νεαρός Κόντι, έφιππος ταχυδρόμος της Pony Express… … Dictionary of Greek
Μάρεϊ, Μπιλ — (Bill Murray, Σικάγο 1950 –). Αμερικανός ηθοποιός και σεναριογράφος. Ξεκίνησε να εμφανίζεται σε βραδιές κωμωδίας και στην συνέχεια ξεκίνησε να γράφει κείμενα για την δημοφιλέστατη τηλεοπτική σειρά Saturday night live. Πρωτοεμφανίστηκε στον… … Dictionary of Greek
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek
Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Καμπ Ντέιβιντ — (Camp David). Η εξοχική κατοικία του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε από την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων το καλοκαίρι του 1942, κατόπιν εντολής του προέδρου Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ, και ονομάστηκε αργότερα Κ.Ν. από τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ … Dictionary of Greek